άλδη

άλδη
ἄλδη, η (Α) [ἀλδαίνω]
αύξηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλδήεις — ἀλδήεις, εσσα, εν (Α) αυξανόμενος, αυξητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλδη ή ρημ. ἀλδαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αλδήμιος — ἀλδήμιος (Α) πρόξενος αυξήσεως (επίθ. τού Δία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλδη ή ρημ. ἀλδαίνω. πιθ. αναλογικά προς το επίθ. φυτάλμιος] …   Dictionary of Greek

  • αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”